- λιθαράκι
- τομικρό λιθάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βότσαλο — το μικρό αποστρογγυλωμένο λιθαράκι στις παραλίες και τις όχθες ποταμών, χαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βήσαλον* ή κατ άλλους < ιταλ. bozzolo «κουκούλι, σβώλος»] … Dictionary of Greek
λίθιο(ν) — το (Α λίθιον) νεοελλ. χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Li και με ατομικό αριθμό 3, που είναι το πρώτο μέλος τής ομάδας Ιa τού περιοδικού συστήματος, δηλαδή τών μετάλλων τών αλκαλίων αρχ. πετραδάκι, λιθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος. Η λ. ως επιστημ.… … Dictionary of Greek
πετραδάκι — το, Ν μικρή πέτρα, λιθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. αδάκι (πρβλ. φτωχ αδάκι)] … Dictionary of Greek
στία — ἡ, Α μικρός λίθος, λιθαράκι, ψηφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *stāi / stī «συμπυκνώνω, στερεώνω, σκληραίνω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. styāyate «στερεώνομαι, σκληραίνω» και με το επίθ. styāna «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. stains, αρχ … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
ψηφίο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζουμε συνήθως τα 9 σύμβολα 1,2,3,4,5,6,7,8,9, τα οποία μαζί με το 0 (μηδέν) μας επιτρέπουν να παραστήσουμε έναν αριθμό οσοδήποτε μεγάλο, στο λεγόμενο δεκαδικό σύστημα αρίθμησης. Τα ψ. λέγονται και αραβικοί αριθμοί, αλλά… … Dictionary of Greek